Είναι έλληνας ο γιατρός




ο «Herr Doktor», είναι Έλληνας...
Στους διαδρόμους πολλών γερμανικών νοσοκομείων συχνά οι γιατροί χαιρετούν ο ένας τον άλλον στα ελληνικά. Οι Γερμανοί ασθενείς, δεν εντυπωσιάζονται όταν διαπιστώνουν ότι ο «Herr Doktor», είναι Έλληνας. Ξεχνούν για λίγο την εξέταση, το μυαλό τους τρέχει στα ελληνικά νησιά και αρχίζουν να διηγούνται στους γιατρούς ιστορίες από τις διακοπές τους στην Ελλάδα.
Συμβαίνει όλο και πιο συχνά. Εκτιμάται ότι στο σύνολο, οι Έλληνες γιατροί που εργάζονται σε γερμανικά νοσοκομεία, ξεπερνούν τις 6000. Στην Οφθαλμολογική Κλινική της Klinikum Nürnberg -είναι ένα από τα μεγαλύτερα δημόσια νοσοκομεία της Ευρώπης- οι 7 στους 10 συνολικά ειδικευόμενους γιατρούς ήταν Έλληνες πριν λίγους μήνες (τώρα είναι περίπου οι μισοί) γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι «είναι από δύσκολο έως αδύνατο να αναζητήσει ένας ξένος γιατρός εργασία στην οφθαλμολογία». Αυτό υποστηρίζει η Martina Loos, δόκτωρ Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών σπουδών, νοσηλεύτρια και παιδαγωγός.«Ελάχιστες είναι οι θέσεις για ειδικότητα στην δερματολογία, τη νευροχειρουργική, την παιδιατρική, την ενδοκρινολογία, την παθολογία. Γαστρεντερολόγοι, καρδιολόγοι, γυναικολόγοι, νευρολόγοι, βρίσκουν ευκολότερα δουλειά» διευκρινίζει  ίδια.
Ζει στην Αθήνα και τα τελευταία χρόνια έχει προετοιμάσει δεκάδες γιατρούς που αποφασίζουν να φύγουν στη Γερμανία, εστιάζοντας κυρίως στη γλώσσα (επίπεδο Β2), τους τεχνικούς όρους, την ορολογία και την καθημερινή γλώσσα του νοσοκομείου αλλά την καθοδήγηση στην σωστή επιλογή νοσηλευτικού ιδρύματος. Η ίδια προτείνει στους νέους γιατρούς να ξεκινήσουν με μια πρακτική εξάσκηση 3-4 εβδομάδων πριν φύγουν για τη Γερμανία και μετά να αποφασίσουν αν θα κάνουν πρώτα το αγροτικό τους ή αν θα φύγουν σε λίγες εβδομάδες.





Η κεντρική είσοδος στην Κλινική της Νυρεμβέργης. Δεκάδες Έλληνες γιατροί, εργάζονται σε ένα από τα μεγαλύτερα Δημόσια Νοσοκομεία της Ευρώπης


«Δεν μπορεί να συντηρήσει οικογένεια ένας νέος γιατρός στην Ελλάδα»
Σύμφωνα με στατιστικές του Ιατρικού Συλλόγου Γερμανίας, η Ελλάδα, μετά την Αυστρία, είναι η χώρα με τις περισσότερες «εξαγωγές» γιατρών. Το 2012, πάνω από 2500 Έλληνες γιατροί έκαναν αίτηση για να τους δεχτεί κάποιο γερμανικό νοσοκομείο ως ειδικευόμενους. Αρκετοί έφυγαν έχοντας πάρει ειδικότητα εδώ. «Ξέρετε πόσο κοστίζει στο ελληνικό κράτος ένας ειδικευόμενος γιατρός; Πολύ ακριβά! Επί της ουσίας, αυτό που γίνεται είναι ότι πληρώνουμε κάποιον να τον εκπαιδεύσουμε και μετά τον παραδίδουμε έτοιμο στους Γερμανούς. Αυτό με λυπεί πάρα πολύ» λέει ο κ.  Ιωάννης Κωνσταντινίδης, (καθηγητής στην Ιατρική Σχολή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στο Πανεπιστήμιο «Erlangen» της Νυρεμβέργης, διευθυντής της Β’ ΩΡΛ Κλινικής στο νοσοκομείο Παπαγεωργίου). Ο ίδιος γιος μεταναστών, «γύρισα από τη Γερμανία, επειδή νοστάλγησα την Ελλάδα. Οι νέοι γιατροί βρίσκονται σε αδιέξοδο. Δεν μπορούν να συντηρήσουν τις οικογένειές τους στην Ελλάδα»
Νέοι, γεμάτοι όνειρα, κρατώντας στο ένα χέρι το πτυχίο της Ιατρικής και στο άλλο την «Approbation»: την αίτηση αποδοχής. Η Σοφία και η Ιωάννα, τελειόφοιτες της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, ξεκίνησαν πριν από ένα χρόνο, εντατικά μαθήματα Γερμανικών. «Η εκμάθηση της γερμανικής ιατρικής ορολογίας και μια καλή συνέντευξη πρόσληψης δε συνιστά καλή προετοιμασία. Σημασία έχει να μιλάς την απλή, καθημερινή, γλώσσα του νοσοκομείου. Ο Πρόεδρος της Ιατρικής Ένωσης «Marburger Bund» το είπε χωρίς καμία διακριτικότητα: “οι αλλοδαποί ιατροί πρέπει να γνωρίζουν περισσότερα Γερμανικά από το πώς να παραγγέλνουν μια πίτσα.” Τον τελευταίο χρόνο αρκετοί Γερμανοί ασθενείς, κάποιες νοσηλεύτριες και υπάλληλοι του νοσοκομείου, παραπονέθηκαν ότι υπήρχαν παρανοήσεις στη συνεννόηση με τους γιατρούς, λόγω γλώσσας. Αν δεν μιλάς καλά τη γλώσσα πώς θα καταλάβεις τον πόνο που σου περιγράφει ο ασθενής;» αναρωτιέται η κυρία Loos.
«Πριν από 15 χρόνια στην Ελλάδα έβγαζες περισσότερα»
«Η γερμανική ιατρική ορολογία, δεν μας δυσκολεύει ιδιαίτερα. Πολλές λέξεις έχουν ελληνική ρίζα» λένε οι δύο φοιτήτριες. Υπολογίζουν οτι του χρόνου τέτοια εποχή θα γίνουν δεκτές σε κάποιο νοσοκομείο της Καλσρούης, του Φράιμπουργκ, ή –αν τα καταφέρουν- του Βερολίνου.  Και θα μας πουν Auf Wiedersehen! Το ίδιο είπε κάποτε και ο κ. Νίκος Σιντόρης, Ωτορινολαρυγγολογος στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών. Μόνο που εκείνος έφευγε από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Μάιντς, για να γυρίσει στην Ελλάδα. «Πριν από 15 χρόνια η Ελλάδα ήταν το καλύτερο οικόπεδο. Ήταν ιδανικές οι συνθήκες, οικονομικά και κοινωνικά. Αν ένας Έλληνας τα ζύγιζε, η Ελλάδα συνέφερε. Σαν ελεύθερος επαγγελματίας ή δουλεύοντας σε νοσοκομείο, τότε έπαιρνες 5-6 χιλιαδες ευρώ. Στην Ελλάδα οι μισθοί ήταν υψηλότεροι και ο καιρός καλύτερος» λέει ο ίδιος. Αν έχει μετανιώσει; «Κατά καιρούς περνάει από το μυαλό μου, να ξαναγυρίσω. Θα είναι δύσκολο βέβαια, γιατί λείπω 15 χρόνια. Το σκέφτομαι όμως. Να δω τί θα γίνει το 2013 και βλέπουμε.»
Το δακρύβρεχτο «η κρίση διώχνει τα παιδιά μας» δεν αποτελεί επαρκή δικαιολογία στην περίπτωση της μετανάστευσης των Ελλήνων γιατρών. Άλλωστε η κρίση στο ελληνικό ιατρικό σύστημα υπήρχε και πριν ξεσπάσει η οικονομική. Σύμφωνα με στοιχεία του Goethe Institut το 2005, οι 2 στους 5 γιατρούς στη Βυαρία ήταν Έλληνες. Τότε ξεκίνησε το μεγάλο ρεύμα μετανάστευσης από την Ελλάδα, όταν άλλαξε η νομοθεσία. Δικαίωμα να πάρουν άδεια απεκτησαν ξαφνικά και όσοι είχαν σπουδάσει Ιατρική σε κάποια βαλκανική χώρα.
«Το γερμανικό σύστημα σε πετάει κατευθείαν στα βαθιά»
«Η υπερπληθώρα γιατρών σε συνδυασμό με την κακοδαιμονία του  ελληνικού δημοσίου ώθησε πολλούς από εμάς στο εξωτερικό» λέει ο Κυριάκος Οικονόμου, 31 ετών, αγγειοχειρουργός στην Κλινική της Νυρεμβέργης.  Ο Κυριάκος έπειτα από 5,5 χρόνια στη Γερμανία, έχει σχεδόν ολοκληρώσει την ειδικότητά του, στην Αγγειοχειρουργική, εξασφαλίζοντας παράλληλα και την παραμονή του στην Κλινική όπου τώρα εκπαιδεύεται. Στην Ελλάδα, η θέση του ειδικευόμενου γιατρού, διανέμεται από το Υπουργείο. «Αυτό σημαίνει ότι ο απόφοιτος Ιατρικής, εμπλέκεται σε μια  χρονοβόρα διαδικασία, περιμένοντας τη σειρά του στην επετηρίδα για περίπου 5 χρόνια.




Στο μεσοδιάστημα κάνει το αγροτικό του, εκτελεί τα στρατιωτικά του καθήκοντα. Κι όταν έρθει η ώρα να δουλέψει ως ειδικευόμενος, προκύπτει το ερώτημα “μετά την ειδικότητα, τί; “. Γιατί σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στη Γερμανία, το ελληνικό κράτος δε σου επιτρέπει να κρατήσεις τη θέση σου στο νοσοκομείο όπου εργάστηκες ως ειδικευόμενος. Υπάρχει δυστυχώς ελάχιστη σύνδεση μεταξύ της δραστηριότητάς που έχεις ως ειδικευόμενος με την μετέπειτα επαγγελματική σου σταδιοδρομία».
Ο ίδιος, πριν ακόμα αποφοιτήσει από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, είχε αποφασίσει ότι θα φύγει στη Γερμανία. Έξι μήνες αφότου έφυγε ήρθε η σειρά του στην επετηρίδα: «Δεν γύρισα και δεν το μετάνιωσα. Η ποιότητα της εκπαίδευσης στη Γερμανία είναι καλύτερη. Ωστόσο χαίρομαι που έζησα τη φοιτητική ζωή της Ελλάδας. Είχα την ευκαιρία, να ολοκληρώσω τις σπουδές μου στο πιάνο- στη Γερμανία, δεν θα είχα αυτή τη δυνατότητα. Το σύστημα είναι απαιτητικό και σε πετάει στα βαθιά» λέει ο Κυριάκος.
 Κυριάκος, 31 ετών, Αγγειοχειρουργός στη Νυρεμβέργη
Η προσγείωση από την Θεσσαλονίκη στη Νυρεμβέργη, ήταν προσγείωση «σε ένα καλά δομημένο σύστημα ευθυνών» συνεχίζει ο ίδιος. Αμέσως βρέθηκε με ασθενείς υπ’ ευθύνη του. «Η εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι προσανατολισμένη στη θεωρία ενώ στη Γερμανία στην πράξη. Επιπλέον, στην Ελλάδα παίρνεις ειδικότητα έχοντας κάνει λιγότερες επεμβάσεις. Στη Γερμανία,  υπάρχει συγκεκριμένος κατάλογος χειρουργείων που πρέπει να καλυφθεί προκειμένου να σου δώσουν ειδικότητα». Σύμφωνα με την κυρία Loos «αυτός ο κατάλογος αυτός δεν υπάρχει γραπτά σε όλα τα νοσοκομεία. Επίσης συνήθως δεν υπάρχει εποπτεία από έμπειρους γιατρούς και το οργανόγραμμα για τους νέους γιατρούς είναι πολύ φορτωμένο. Κάτι που δεν μπορούν να φανταστούν οι Έλληνες γιατροί φεύγοντας είναι ότι ο γιατρός στη Γερμανία πρέπει να τεκμηριώνει τα πάντα γραπτά» τονίζει η κυρία Loos. Σύμφωνα με την ίδια αυτό απαιτεί χρόνο και εξάσκηση όταν τα Γερμανικά δεν είναι η μητρική σου γλώσσα. «Μετά την κανονική εργάσιμη ημέρα, οι Έλληνες γιατροί κάθονται για ώρες στο νοσοκομείο για να γράψουν τα εξιτήρια».
«Στις μεγάλες πόλεις είναι δύσκολο να σε δεχτούν»
Ο λόγος για τον οποίο η Χριστίνα Δημοπούλου, έφυγε από την Θεσσαλονίκη στο Μόναχο αμέσως μετά το πτυχίο της, δεν ήταν η οικονομική κρίση. «Από την αρχή ήμουν πεπεισμένη ότι στη Γερμανία το επίπεδο στην Ιατρική είναι υψηλότερο. Ήξερα ότι δε θα το μετανιώσω» λέει η ίδια. Μόνο για συναισθηματικούς λόγους θα γυρνούσε στην Ελλάδα. «Το έχω σκεφτεί. Οι συγκυρίες δεν είναι κατάλληλες τώρα» ισχυρίζεται η ίδια.
«Το Μόναχο, είναι μια ήσυχη πόλη. Μου αρέσει η ζωή εδώ.» συνεχίζει. Έχει σχεδόν ολοκληρώσει την ειδικότητά της στην Ενδοκρινολογία στην Medizinische Klinik IV ενώ παράλληλα ολοκλήρωσε το διδακτορικό της στη Νευροενδοκρινολογία, στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Μονάχου LMU (Ludwig-Maximilians-Universitaet Muenchen). Στη Γερμανία, ένας βοηθός γιατρού με ένα χρόνο μετεκπαίδευση παίρνει 3.750 ευρώ μεικτά χωρίς υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης.
«Στις μεγάλες πόλεις είναι πιο δύσκολο να σε δεχτούν. Αν πας σε μικρότερες πόλεις, υπάρχει ανάγκη. Εγώ βρήκα μια αμοιβόμενη θέση, οπότε δεν δυσκολεύτηκα οικονομικά. Η μόνη δυσκολία είναι ότι βρίσκεσαι μακριά από την οικογένεια και τους φίλους. Είναι φιλόξενοι οι Γερμανοί. Δεν είναι ρατσιστές» λέει η Χριστίνα. Την ώρα που τους εξετάζει της διηγούνται ιστορίες από διακοπές στα νησιά. Η ίδια αλλά και οι υπόλοιποι Έλληνες γιατροί είδαν αρκετούς ασθενείς και συναδέλφους τους να αλλάζουν συμπεριφορά, την περίοδο που η Ελλάδα πρωταγωνιστούσε στα εξώφυλλα των γερμανικών εφημερίδων.
Χριστίνα, 31 ετών, Ενδοκρινολόγος στο Μόναχο




«Τους κάνει εντύπωση που μιλάω τόσο καλά τη γλώσσα τους, μου λένε τί όμορφη που είναι η Ελλάδα και μου εξιστορούν τα καλοκαίρια τους στα ελληνικά νησιά»
«Ξαφνικά έγιναν επιφυλακτικοί. Υπήρχαν μεμονωμένα περιστατικά, με ειρωνικά σχόλια. Τώρα τα πράγματα έχουν εξομαλυνθεί. Ρωτούν για την καθημερινότητα στην Ελλάδα, τους ενδιαφέρει να μάθουν πως έχει επηρεάσει η κρίση τη ζωή μας» λέει ο Κυριάκος.  «Το μόνο που θα μπορούσε να κριτικάρει κανείς, σχολιάζοντας το γερμανικό σύστημα υγείας, είναι ότι προκειμένου το σύστημα να είναι ‘’effizient’’, να ανταποκρίνεται δηλαδή στον μεγάλο όγκο ασθενών, ο ασθενής αντιμετωπίζεται κάπως απρόσωπα». Ο ίδιος, παραδέχεται ότι δύσκολα θα γυρίσει πίσω. «Στη Γερμανία, οι δυνατότητες που σου προσφέρονται για την περαιτέρω επιστημονική και επαγγελματική σου εξέλιξη είναι πολλές περισσότερες από ότι στην Ελλάδα και βασίζονται σε αξιοκρατικά κριτήρια.».

πηγή άρθρου από http://www.dialoggers.eu